- ιδιοθηρευτικη
- ἰδιοθηρευτικήἰδιο-θηρευτική(ῐδ) ἥ охота для себя, для личных целей Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιδιοθηρευτικός — ἰδιοθηρευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που θηρεύει, που κυνηγά μόνος ή για τον εαυτό του 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰδιοθηρευτική (ενν. τέχνη) ιδιωτική θήρα, το να θηρεύει κάποιος στα κτήματά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + θηρευτικός] … Dictionary of Greek